ροδαμίνη

ροδαμίνη
η, Ν
1. συν. στον πληθ. οι ροδαμίνες
χημ.
οργανικές κυκλικές ενώσεις, ερυθρές χρωστικές ανάλογες τής φλουορεσκίνης
2. φρ. «ροδαμίνη 6G»
(χημ. τεχνολ.) λαμπερή χρυσοκίτρινη χρωστική ουσία που παρασκευάζεται από μετααιθυλαμινοφαινόλη και φθαλικό ανυδρίτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. rhodamine < rhod- (< ῥόδον) + amine (< am-moniak, βλ. αμμωνία)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”